- νταμετζάνα
- νταμετζάνα, η και νταμιτζάνα, η(λ. βενετ.), γυάλινο δοχείο, μεγάλη γυάλινη φιάλη προστατευμένη με ψαθόπλεγμα: Φέραμε και μια νταμιτζάνα κρασί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.